- ταφτάς
- ο, Ν·1. ύφασμα από λεπτό και πυκνά υφασμένο μετάξι2. (φαρμ.) μικρό έμπλαστρο από το παραπάνω ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε περιπτώσεις δερματικών παθήσεων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tafta < περσ. tāfta].
Dictionary of Greek. 2013.