ταφτάς

ταφτάς
ο, Ν·1. ύφασμα από λεπτό και πυκνά υφασμένο μετάξι
2. (φαρμ.) μικρό έμπλαστρο από το παραπάνω ύφασμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν παλαιότερα σε περιπτώσεις δερματικών παθήσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tafta < περσ. tāfta].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ταφτάς — ο πληθ. άδες (λ. τουρκ.), είδος μεταξωτού υφάσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ταφταδένιος — α, ο, Ν κατασκευασμένος από ταφτά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταφτάδες, πληθ. τού ταφτάς + κατάλ. ένιος (πρβλ. μεταξ ένιος)] …   Dictionary of Greek

  • tafta — TAFTÁ, taftale, s.f. Ţesătură de mătase lucioasă şi netedă, care produce, în mişcare, un foşnet caracteristic. [var.: (înv.) táftă s.f.] – Din tc. tafta. cf. fr. t a f f e t a s . Trimis de LauraGellner, 23.06.2004. Sursa: DEX 98  taftá s …   Dicționar Român

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”